-
1 вино
вино с το κρασί, ο οίνος* белое \вино το άσπρο κρασί· красное \вино το κόκκινο κρασί' столовое \вино το επιτραπέζιο κρασί десертное \вино το γλυκό κρασί* * *сτο κρασί, ο οίνοςбе́лое вино́ — το άσπρο κρασί
кра́сное вино́ — το κόκκινο κρασί
столо́вое вино́ — το επιτραπέζιο κρασί
десе́ртное вино́ — το γλυκό κρασί
-
2 вино
вино́с τό κρασί, ὁ οίνος:белое \вино τό ᾶσπρο κρασί· красное \вино τό κόκκινο (или τό μαύρο) κρασί, τό κοκκινέλι· десертное \вино τό γλυκό κρασἴ сухо́е \вино а) τό κρασί σέκ, б) τό μπρούσικο κρασί (о терпком вине)· столовое \вино τό ἐπιτραπέζιο κρασί· разбавленное \вино τό νερωμένο κρασί, τό νοθεμένο κρασί. -
3 столовый
1. (предназначенный для обеденного стола) του τραπεζιούτου φαγητούεπιτραπέζιος2. геогр. 3. астр.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > столовый
-
4 столовый
столов||ыйприл τοῦ τραπεζιοῦ, ἐπιτραπέζιος:\столовыйая ложка τό κουτάλι τής σούπας· \столовый прибор τό σερβίτσιο· \столовыйое вино́ τό ἐπιτραπέζιο κρασί.